-
1 σιδηρό-φρων
σιδηρό-φρων, eisernes Sinnes, Herzens; Aesch. Prom. 242; ϑυμός, Spt. 52; σιδαρόφρων φόνος, Eur. Phoen. 676.
-
2 σιδηροφρων
дор. σῐδᾱρόφρων 2, gen. ονος с железным сердцем, жестокосердный(θυμός Aesch.; φόνος Eur.)
1 σιδηρό-φρων
σιδηρό-φρων, eisernes Sinnes, Herzens; Aesch. Prom. 242; ϑυμός, Spt. 52; σιδαρόφρων φόνος, Eur. Phoen. 676.
2 σιδηροφρων
(θυμός Aesch.; φόνος Eur.)